Γείτονες

Από Humor Literacy
Αναθεώρηση ως προς 18:12, 4 Σεπτεμβρίου 2018 από τον VTsam (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επεισόδιο από την τηλεοπτική σειρά Λατρεμένοι μου γείτονες

Κείμενο

Περίσταση: Ο Μπάμπης (Μπ) και η Πελαγία Μουστοξύδη (Πελ) μαζί με τα τρία τους παιδιά, τον Άρη (Α), τον Μιχαλάκη (Μ), πλουτίζουν ξαφνικά και αποφασίζουν να μετακομίσουν σε μια πολυτελή μεζονέτα στον Διόνυσο, μια περιοχή βόρεια της Αθήνας όπου ζουν κυρίως εύπορες οικογένειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι γείτονές τους, τα μέλη της οικογένειας Παπαπαύλου. Ο Βύρων Παπαπαύλου (Β) είναι διάσημος πλαστικός χειρούργος και η σύζυγός του, Μιράντα (Μι) είναι μεγαλοαστή κοσμικογράφος. Η οικογένεια Παπαπαύλου, κατόπιν πρόσκλησης, επισκέπτεται για τσάι την οικογένεια Μουστοξύδη. Στην επίσκεψη αυτή πέρα από τις δύο οικογένειες παρευρίσκονται επίσης η Ζαμπέτα (Ζ), η οποία είναι η μητέρα της Πελαγίας και η Πετρούλα (Π), η οποία είναι φίλη της οικογένειας Μουστοξύδη από τότε που έμεναν στην Νίκαια και πλέον εκτελεί χρέη οικιακής βοηθού στο νέο τους σπίτι.

Σχόλια

Α) Δομικά & Γλωσσικά στοιχεία

Στο συγκεκριμένο τηλεοπτικό απόσπασμα προκαλούν χιούμορ οι γλωσσικές επιλογές της οικογένειας Μουστοξύδη. Ειδικότερα, ως χιουμοριστικά αναπαρίστανται τα ακόλουθα εκφωνήματα της Πελαγίας: «Ouvrez la porte.», «μερσί» και «ντελικασέτεν». Χιούμορ προκαλούν επίσης συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές του Μπάμπη, όπως «Γειτόνισσα, ελάτε ελάτε καθίστε.», «Έτσι, λοιπόν, ό:::πα.», «Πέλη», «Αφού απουσίαζες απ’ την οικία.». Ως χιουμοριστικές προβάλλονται και οι φράσεις της οικιακής βοηθού Πετρούλας: «Το άλλο καλέ.» και «Το ζεύγο::ς Παπαπαύλου μετά των τέκνων τους.» Χιούμορ προκαλούν επίσης τα μεταγλωσσικά σχόλια του Μπάμπη («Τι λες μωρή;»), του Βύρωνος Παπαπαύλου («Ντελικατέσεν.»), της Πελαγίας («Αυτό άι γεια σου. Μα να μη μπορώ να το πω η κακούργα, στραμπουλάω τη γλώσσα μου, ήμαρτον τι λέξη κι αυτή.») και της Ζαμπέτα («Εγώ απορώ γιατί δεν το λένε μπακάλικο.», «Αυτό το ντελικατέσεν, αφού μπακάλικο είναι. Όλα χύμα τα πουλάει, όσπρια, ρύζια, ζάχαρες, με τη σέσουλα τα βάζουν.», «Κατά μία και κατά δύο, δεν το μπορώ αυτό το πράγμα, κάθε τι παλιό που γίνεται της μόδας του δίνουνε και ξένο όνομα.»

Β) Πολιτισμικές & Διακειμενικές αναφορές

Στο παρόν τηλεοπτικό απόσπασμα το χιούμορ προκύπτει από την ανατροπή μιας σειράς προσδοκιών σχετικά με τις γλωσσικές επιλογές της οικογένειας Μουστοξύδη στη συγκεκριμένη επικοινωνιακή περίσταση. Τα μέλη της οικογένειας Μουστοξύδη προσκαλούν τους γείτονές τους για τσάι διαμορφώνοντας μια ανεπίσημη επικοινωνιακή περίσταση, ωστόσο δεν έχουν ακόμα αποκτήσει οικειότητα με τους γείτονές τους και η κοινωνική τους απόσταση εκφράζεται μέσω επίσημων γλωσσικών στοιχείων που χρησιμοποιεί ο Μπάμπης, η Πελαγία και η οικιακή τους βοηθός, Πετρούλα. Η οικογένεια Μουστοξύδη και η Πετρούλα αναπαρίστανται να προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά πλέον επιδιώκουν να συναναστρέφονται με άτομα που προέρχονται από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και προσπαθούν να υιοθετήσουν το ύφος τους. Έτσι, οι γλωσσικές τους επιλογές συνδυάζουν επίσημα και ανεπίσημα στοιχεία τόσο των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων όσο και των κατώτερων. Ο συνδυασμός και η συνύπαρξη διαφόρων γλωσσικών στοιχείων από έναν/μια ομιλητή/ήτρια σε ένα συγκεκριμένο περικείμενο αναπαρίσταται ως ασύμβατη και κατ’ επέκταση, χιουμοριστική. Συγκεκριμένα, η «ανεπιτυχής» προσπάθεια των μελών της οικογένειας Μουστοξύδη να χρησιμοποιήσει γλωσσικά στοιχεία της ανώτερης κοινωνικής τάξης τα οποία στερεοτυπικά δεν τους ανήκουν έχει ως αποτέλεσμα τη μείξη ασύμβατων γλωσσικών στοιχείων και την παραγωγή χιούμορ.

Η Πελαγία, στην προσπάθειά της να απευθυνθεί στους καλεσμένους της «σωστά» και «κατάλληλα», κάνει χρήση γαλλικών εκφράσεων. Στην ελληνική πραγματικότητα, η γαλλική γλώσσα θεωρείται υψηλού κύρους, συνιστά ενδείκτη υψηλής μόρφωσης και «καλών» τρόπων και χρησιμοποιείται κατ’ εξοχήν από γυναίκες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Ωστόσο, η Πελαγία δεν ανήκει στην ομάδα των γυναικών αυτών με αποτέλεσμα να αποτυγχάνει να χρησιμοποιήσει «σωστά» τις συγκεκριμένες εκφράσεις. Στην πρώτη περίπτωση, παροτρύνει την οικιακή βοηθό να ανοίξει την πόρτα στους καλεσμένους λέγοντας: ouvrez la porte. Εδώ η Πελαγία κάνει υπερδιόρθωση, καθώς για να απευθυνθεί στην οικιακή της βοηθό χρησιμοποιεί τον πληθυντικό ευγενείας, στοιχείο επίσημου ύφους (αντί για τον αντίστοιχο ενικό, ouvre la porte, ο οποίος θα ήταν πιο κατάλληλος δεδομένου ότι η οικιακή βοηθός είναι «κατώτερη κοινωνικά»). Στη δεύτερη περίπτωση, προφέρει λανθασμένα τη λέξη ντελικατέσεν ως ντελικασέτεν. Η Πελαγία, παρά την προσπάθειά της να κατασκευάσει μία ταυτότητα ενός ατόμου που εντάσσεται στην υψηλή κοινωνία, στο τέλος απευθύνεται στον καλεσμένο της Βύρωνα Παπαπαύλου (ο οποίος ανήκει στην υψηλή κοινωνία) χρησιμοποιώντας ανεπίσημο ύφος (αυτό άι γεια σου).

Ο Μπάμπης αναπαρίσταται να υιοθετεί αντίστοιχες πρακτικές με την Πελαγία. Από τη μία πλευρά, με την προσφώνηση γειτόνισσα και τη φράση έτσι λοιπόν όπα, ο Μπάμπης επιχειρεί να κατασκευάσει τη σχέση του με τους γείτονές του ως οικεία και ανεπίσημη. Από την άλλη πλευρά, ο Μπάμπης χρησιμοποιεί επίσημο ύφος για να απευθυνθεί τόσο στη Μιράντα Παπαπαύλου όσο και στην Πελαγία. Τα ρήματα που χρησιμοποιεί όταν προσφωνεί την Μιράντα είναι σε πληθυντικό ευγενείας (έλατε, καθίστε), στοιχείο το οποίο μετατρέπει την περίσταση σε επίσημη και αναδεικνύει την κοινωνική απόσταση μεταξύ των δύο οικογενειών. Απευθυνόμενος στη σύζυγό του χρησιμοποιεί την επίσημη έκφραση Αφού απουσίαζες απ’ την οικία, επιχειρώντας να μιλήσει «σωστά» μπροστά στους προερχόμενους από την ανώτερη κοινωνική τάξη καλεσμένους τους. Επιπλέον, επιλέγει να αλλάξει το όνομα της γυναίκας του από Πελαγία σε Πέλη. Με αυτόν τον τρόπο, μιμείται άτομα της μεσαίας και ανώτερης κοινωνικής τάξης που συχνά προτιμούν τα συντομευμένα και ξενικά θηλυκά κύρια ονόματα και επιδιώκει να απομακρυνθεί από τις συνδηλώσεις του ονόματος Πελαγία, το οποίο σχετίζεται κυρίως με τις αγροτικές και κατώτερες κοινωνικές τάξεις.

Η Πετρούλα, η οικιακή βοηθός, αναπαρίσταται επίσης να συνδυάζει ποικίλα γλωσσικά χαρακτηριστικά. Αρχικά, εμφανίζεται να αγνοεί την κοινωνική απόσταση που τη χωρίζει από την οικογένεια Παπαπαύλου και απευθύνεται στον Βύρωνα Παπαπαύλου χρησιμοποιώντας ανεπίσημο ύφος. Η έκφραση το άλλο καλέ είναι αναμενόμενη να χρησιμοποιείται κυρίως μεταξύ ατόμων που έχουν αποκτήσει οικειότητα και όχι να χρησιμοποιείται από μία οικιακή βοηθό που ανήκει στην εργατική τάξη προκειμένου να απευθυνθεί σε έναν καλεσμένο που προέρχεται από την ανώτερη κοινωνική τάξη. Ωστόσο, στο επόμενό της εκφώνημα όπου αναγγέλλει την άφιξη των καλεσμένων, μεταβαίνει στη χρήση ενός επίσημου ύφους με στοιχεία καθαρεύουσας: Το ζεύγο::ς Παπαπαύλου μετά των τέκνων τους. Η συγκεκριμένη γλωσσική επιλογή της Πετρούλας είναι μη αναμενόμενη δεδομένης της προηγούμενης γλωσσικής της συμπεριφοράς και πιθανόν δεδομένης της ίδιας επικοινωνιακής περίστασης, καθώς μια πρόσκληση για τσάι δεν προϋποθέτει τη χρήση ενός τόσο επίσημου ύφους.

Ο συνδυασμός ποικίλων γλωσσικών στοιχείων από τα μέλη της οικογένειας Μουστοξύδη σχολιάζεται και αξιολογείται από τους υπόλοιπους τηλεοπτικούς χαρακτήρες και τα σχόλιά τους επίσης προκαλούν χιούμορ. Πρώτον, ο Μπάμπης εμφανίζεται να δυσανασχετεί που η Πελαγία κάνει γλωσσικές επιλογές που σχετίζονται με την ανώτερη κοινωνική τάξη και δείχνει εμφανώς τη δυσαρέσκειά του για τον «λανθασμένο» τρόπο που χρησιμοποιεί την γαλλική (Τι λες μωρή;). Δεύτερον, ο Βύρων σημειώνει εμφατικά ότι η Πελαγία χρησιμοποιεί λανθασμένα τη γαλλική λέξη delicatessen ως ντελικασέτεν, τονίζοντας την προτίμησή του στη «σωστή» χρήση των λέξεων και δείχνοντας έντονα την αποστροφή του στα γλωσσικά «λάθη». Τρίτον, η Πελαγία και η Ζαμπέτα εκφράζουν αρνητική στάση προς τη δάνεια λέξη delicatessen. Η Πελαγία δυσκολεύεται να προφέρει τη λέξη delicatessen, και αναδεικνύει την αρνητική της στάση προς τις γλωσσικές επιλογές της ανώτερης κοινωνικής τάξης: αν και δείχνει να ενισχύει τις συγκεκριμένες εκφράσεις, επί της ουσίας τις αποστρέφεται καθώς τις βρίσκει πολύπλοκες (Μα να μη μπορώ να το πω η κακούργα, στραμπουλάω τη γλώσσα μου, ήμαρτον τι λέξη κι αυτή.). Και η Ζαμπέτα, σχολιάζοντας τη λέξη delicatessen, δείχνει εμφανώς αρνητική στάση προς τις γλωσσικές επιλογές της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Δηλώνει ότι δεν βρίσκει κάποιο λόγο να χρησιμοποιούνται οι σύγχρονες και υψηλού κύρους λέξεις (όπως το delicatessen) αντικαθιστώντας τις πιο παλιές και παραδοσιακές (όπως το μπακάλικο), καθώς αναφέρει ότι και οι δύο λέξεις έχουν ουσιαστικά την ίδια έννοια. To χιούμορ εδώ προέρχεται από την ασύμβατη αντιπαραβολή μεταξύ των παραδοσιακών, παλιομοδίτικων και ανύπαρκτων πλέον (τουλάχιστον στις αστικές περιοχές) μπακάλικων και των μοντέρνων καταστημάτων delicatessen, τα οποία είναι δημοφιλή στα αστικά προάστια της υψηλής κοινωνίας. Μολονότι τα δύο αυτά είδη καταστημάτων πωλούν διαφορετικά προϊόντα και απευθύνονται σε διαφορετικούς πελάτες με διαφορετικές ανάγκες, η Ζαμπέτα προσλαμβάνει και τα δύο ως μπακάλικα επειδή με τη σέσουλα τα βάζουν.

Γ) Ιδεολογία & Κριτική Ανάγνωση

Οι αποκλίνουσες και ασύμβατες γλωσσικές επιλογές της οικογένειας Μουστοξύδη αναδεικνύουν συγκεκριμένες πεποιθήσεις σχετικά με την αποδεκτή γλωσσική χρήση και ενισχύουν συγκεκριμένες ιδεολογίες για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει κάθε ομιλητής να χρησιμοποιεί ένα ύφος αν δεν θέλει να στοχοποιηθεί χιουμοριστικά. Με άλλα λόγια, το συγκεκριμένο χιούμορ βασίζεται σε παραδείγματα «κακής», «ακατάλληλης» γλωσσικής χρήσης και εμμέσως υποδεικνύει ποια είναι η «σωστή» και «κατάλληλη» γλωσσική συμπεριφορά. Στο απόσπασμα αυτό το χιούμορ προϋποθέτει και παράλληλα αναπαράγει τις ακόλουθες παραδοχές:

  • Η μείξη διαφορετικών γλωσσικών επιλογών είναι ασύμβατη και, ως εκ τούτου, αστεία και γελοία.
  • Αν παρόλα αυτά ένας ομιλητής προβεί σε μείξη διαφορετικών γλωσσικών στοιχείων, πρέπει να το κάνει «σωστά», διαφορετικά η συμπεριφορά του θεωρείται ασύμβατη και κατ’ επέκταση, χιουμοριστική και γελοία.
  • Σε ανεπίσημες και καθημερινές επικοινωνιακές περιστάσεις, η χρήση γλωσσικών στοιχείων που προέρχονται από την ανώτερη κοινωνική τάξη είναι ασύμβατη και άρα χιουμοριστική. Ουσιαστικά, το χιούμορ υποδεικνύει για τις ανεπίσημες επικοινωνιακές περιστάσεις τη χρήση εκφράσεων που χρησιμοποιούνται κατεξοχήν από τα κατώτερα στρώματα.

Αυτές οι παραδοχές είναι συμβατές με πρακτικές και ιδεολογίες σύμφωνα με τις οποίες συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές είναι «συμβατές» με συγκεκριμένα άτομα και συγκεκριμένες επικοινωνιακές περιστάσεις. Δηλαδή, οι ιδεολογίες αυτές ενισχύουν το χιουμοριστικό στιγματισμό των τηλεοπτικών χαρακτήρων που συνδυάζουν στον λόγο τους ποικίλα και ασύμβατα μεταξύ τους γλωσσικά στοιχεία. Έτσι, προωθείται η μονογλωσσία και η προτίμηση σε ένα «μοναδικό», «κατάλληλο» και «ουδέτερο» ύφος, ενώ η συνύπαρξη ποικίλων, αντιθετικών γλωσσικών στοιχείων αξιολογείται αρνητικά. Ουσιαστικά, μέσω του συγκεκριμένου χιούμορ υποδεικνύεται ως γλωσσική νόρμα μια «ουδέτερη» γλωσσική ποικιλία, χωρίς ενδείκτη κοινωνικού «προσήμου», η οποία θα είναι κατάλληλη να χρησιμοποιείται από το σύνολο των ομιλητών/τριών ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν και από την επικοινωνιακή περίσταση. Με αυτόν τον τρόπο, τα ελληνικά τηλεοπτικά κείμενα επιδιώκουν να οικοδομήσουν μια συγκεκριμένη ποικιλία ως «κυρίαρχη», προωθώντας τη γλωσσική ομοιογένεια και μονογλωσσία. Άλλωστε τα συγκεκριμένα κείμενα, και γενικότερα τα κείμενα των ΜΜΕ, προωθούν και (άμεσα ή έμμεσα) επιβάλουν αξίες και ιδεολογίες, διαμορφώνοντας τόσο τις στάσεις και τις αξιολογήσεις του κοινού προς τη γλωσσική χρήση όσο και την ίδια την κοινωνική και γλωσσική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, τα κείμενα των ΜΜΕ έχουν την εξουσία να κατευθύνουν τις σκέψεις και τις πρακτικές του κοινού ως προς το ποια είναι η «σωστή» γλωσσική χρήση και να υποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο κάθε ομιλητής/τρια πρέπει να κατασκευάζει το «κατάλληλο» ύφος ανάλογα με τα κοινωνικά του/της χαρακτηριστικά και την επικοινωνιακή περίσταση (βλ. Archakis κ.ά. 2015).

Archakis, A., Lampropoulou, S., Tsakona, V. & Tsami, V. 2015. “Style and humour in Greek mass culture texts”. Στο Dorota Brzozowska & Władysław Chłopicki (επιμ.), Culture’s Software: Communication Styles. Newcastle-upon-Tyne: Cambridge Scholars Publishing, 16-38.