Πολυγραμματισμοί

Από Humor Literacy
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ορισμός

Οι θέσεις του κριτικού γραμματισμού μπορούν να εξελιχθούν σε ενδεικτικές διδακτικές προτάσεις ακολουθώντας την προσέγγιση των πολυγραμματισμών (multiliteracies, Cope & Kalantzis 2000, Kalantzis & Cope 1999: 689-690).Οι πολυγραμματισμοί στοχεύουν στην ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας των μαθητών/τριών μέσω της επεξεργασίας ποικίλων πολυτροπικών κειμενικών ειδών από το κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον των παιδιών. Τα πολυτροπικά κείμενα συγκροτούνται από διαφορετικούς σημειωτικούς τρόπους, όπως γλωσσικούς, οπτικούς, ηχητικούς (βλ. ενδ. Kress 2000: 179-199).

Σύντομη ιστορία του όρου

Ο όρος πολυγραμματισμοί δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1994 από μία ομάδα δέκα επιστημόνων, οι οποίοι συναντήθηκαν στην πόλη του Νέου Λονδίνου στην πολιτεία Νew Hampshire των ΗΠΑ για να συζητήσουν για το μέλλον του γραμματισμού. Η ομάδα αυτή ονομάστηκε New London Group και το 1996 δημοσίευσε το πρώτο της κείμενο (Νew London Group 1996). Τα μέλη του Νew London Group ήταν με αλφαβητική σειρά τα εξής: Courtney Cazden, Bill Cope, Norman Fairclough, James Gee, Mary Kalantzis, Gunther Kress, Allan Luke, Carmen Luke, Sarah Michaels, Martin Nakata.

Η έννοια του Σχεδίου

οι θεωρητικοί των πολυγραμματισμών εισάγουν τον όρο σχέδιο (design), ο οποίος αντικαθιστά τους παραδοσιακούς όρους γράψιμο ή παραγωγή γραπτού λόγου και αναφέρεται στην αξιοποίηση όλων των υπαρχόντων πόρων για τη δόμηση και τη δημιουργία ενός κειμένου. Το σχέδιο συνιστά μια δυναμική διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει την αναζήτηση πηγών, την επιλογή, τον συνδυασμό και τη σύνθεση. Το σχέδιο περιλαμβάνει τρεις όψεις:

• τo σχεδιασμένο (designed) που αναφέρεται στο σύνολο των προσδιοριζόμενων κοινωνικοπολιτισμικά διαθέσιμων σημειωτικών πόρων (resources), οι οποίοι παράγουν νόημα,

• τον σχεδιασμό (designing), ο οποίος αναφέρεται στη διαδικασία αξιοποίησης των διαθέσιμων πόρων/πηγών, ώστε να ανταποκρίνονται σε κάποιο επικοινωνιακό γεγονός,

• το ανασχεδιασμένο (redesigned), που αναφέρεται στη διαδικασία δημιουργίας ενός νέου σχεδιασμένου σε ένα άλλο ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο (Νew London Group 1996: 73-76, Kalantzis & Cope 1997: 214-216, Cope & Kalantzis 2009).

Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Χατζησαββίδης (2003α: 408, 2003β: 190):

η εφαρμογή της έννοια του Σχεδίου στη διδασκαλία της γλώσσας εξασφαλίζει αφενός την ενεργό συμμετοχή των εκπαιδευομένων και αφετέρου την ενασχόληση και εσωτερίκευση ποικιλίας γλωσσικών μορφών –επομένως και νοημάτων-. [Τα] στοιχεία [αυτά] βγάζουν τη διδασκαλία της γλώσσας από τη μονόδρομη διδασκαλία πρότυπων γλωσσικών μορφών και τυποποιημένων νοημάτων.


Οι 4 φάσεις των Πολυγραμματισμών

Η έννοια του Σχεδίου πραγματώνεται στην τάξη μέσω τεσσάρων φάσεων, οι οποίες δε λειτουργούν γραμμικά αλλά μπορούν να αλληλοσυμπληρώνονται και να αλληλοεπικαλύπτονται κατά τη διδασκαλία (βλ. Cope & Kalantzis 2000: 32). Οι τέσσερεις φάσεις των πολυγραμματισμών στα ελληνικά αποδίδονται και ως: εγκατεστημένη (ή εντοπισμένη) πρακτική, εμφανής διδασκαλία, κριτική πλαισίωση και μετασχηματισμένη (ή μετασχηματίζουσα) πρακτική (Αρβανίτη 2011: 6). Ακολουθούμε την απόδοση που προτείνεται στο Κalantzis & Cope (1999), η οποία είναι πιο διαδεδομένη.

Τοποθετημένη πρακτική

Η τοποθετημένη πρακτική (situated practice) προβλέπει την αξιοποίηση κειμένων που εντάσσονται στην κοινωνικοπολιτισμική πραγματικότητα και στις καθημερινές εμπειρίες των μαθητών/τριών. Το προφορικό, γραπτό ή/και πολυτροπικό υλικό που προέρχεται από την κοινωνική καθημερινότητα των μαθητών/τριών αφενός τους είναι προσιτό ως προς τα νοήματα και τη λειτουργία του και αφετέρου μπορεί πιο εύκολα να προσελκύσει το ενδιαφέρον τους για το μάθημα. Μεταγενέστερα, η έννοια της τοποθετημένης πρακτικής αντικαταστάθηκε από τον όρο βιώνοντας (experiencing) και διακρίθηκε σε: βιώνοντας το γνωστό (experiencing the known), η οποία περιλαμβάνει τις ήδη διαθέσιμες εμπειρίες (ενδιαφέροντα, προσωπικά βιώματα, κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον, πολιτισμικές συνήθειες κτλ.) που φέρουν οι μαθητές/ήτριες σε κάθε περίσταση μάθησης, και βιώνοντας το νέο (experiencing the new), η οποία αφορά την επέκταση της μαθησιακής εμπειρίας σε νέα κείμενα, περιστάσεις και γραμματισμούς.

Ανοιχτή διδασκαλία

Η ανοιχτή διδασκαλία (overt instruction) αφορά τη διδασκαλία και τη συνειδητοποίηση από μέρους των μαθητών/τριών των γλωσσικών μηχανισμών και των στοιχείων που συμβάλλουν στην οργάνωση, τη σύσταση και την κατανόηση των κειμένων. Μολονότι η φάση αυτή παραπέμπει σε μία παραδοσιακή διδασκαλία η οποία περιλαμβάνει τη στείρα μετάδοση γνώσεων, ουσιαστικά πρόκειται για μια μαθητοκεντρική διαδικασία ενεργής κατάκτησης της γνώσης. Η έννοια της ανοιχτής διδασκαλίας αργότερα μετονομάστηκε εννοιολόγηση (conceptualising) και διακρίθηκε σε δύο είδη διδακτικών διαδικασιών, το εννοιολογώντας μέσω ορολογίας (conceptualising by naming) και το εννοιολογώντας μέσω θεωρίας (conceptualising with theory). Η πρώτη περιλαμβάνει διαδικασίες ταξινόμησης, εύρεσης διαφορών ή ομοιοτήτων, ονοματοδότησης και ανάπτυξης ορισμών. Η δεύτερη περιλαμβάνει τη διατύπωση γενικεύσεων και ερμηνειών, τη διασύνδεση μεταξύ θεωριών/εννοιών και τη χρήση της ορολογίας στο ερμηνευτικό θεωρητικό πλαίσιο.

Κριτική πλαισίωση

Μετασχηματισμένη πρακτική